Στο LiFO:

Η Γεωργία Παπαζήση έγραψε ένα βιβλίο με τα μάτια

Μια σχεδόν εικοσαετής ζωή διαγνώσεων, θεραπειών, ιατρικής ασάφειας και προσπαθειών σε 170 σελίδες και κάτι, γραμμένες με τα μάτια και με μια συνείδηση ελεύθερη, καθαρή και σίγουρη, σαν από το μέλλον.

Από Βάνα Κράβαρη | 11 Μαρτίου 24

LiFO Papazissi

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Από τη μέρα που η Γεωργία Παπαζήση ένιωσε μια αδυναμία στον αριστερό καρπό, στην οποία δεν θα έδινε αρχικά ιδιαίτερη σημασία, ως τη στιγμή που έβαλε την τελευταία τελεία, με τα μάτια της, στο βιβλίο της Γιατί όχι εγώ; έχουν μεσολαβήσει δεκαεπτά χρόνια.

Μέσα σε αυτό το διάστημα, που μοιάζει λες και ο κόσμος άλλαξε μετά από κάποιο ανεπαίσθητο, λιγότερο φαντασμαγορικό από το πρώτο, μα διόλου ευκαταφρόνητο σε επίπεδο ριζικής μετατόπισης σε κάθε επίπεδο big bang, η Γεωργία πέρασε μέρες, μήνες και χρόνια σε ελληνικά νοσοκομεία αλλά και κλινικές του εξωτερικού με εσφαλμένες διαγνώσεις, έμαθε νέους ιατρικούς όρους, έχασε ελπίδες σε γκουγκλαρίσματα από εκείνα που νιώθεις να σου ρουφάνε την ψυχή, θυμίζοντάς σου πως τουλάχιστον έχεις μία, συστήθηκε έντρομη στην ALS (νόσο κινητικού νευρώνα) και εν τέλει έμαθε πολύ καλύτερα απ’ όσο θα ήθελε τη νόσο Lyme (βορρελίωση).

Ταξίδεψε για θεραπείες σε όλο τον κόσμο, από την Αμερική στην Ινδία και από την Κίνα στη Γερμανία, επαναφορτίζοντας με όποιο κόστος και ρίσκο, λόγω της ταλαιπωρίας, την πίστη της· τόσο αποτελεσματικά, τόσο ακούραστα, που σήμερα, μετά από 17 χρόνια σκόρπιων καταχωρίσεων στο blog της mylymeupdates.blogspot.com και της τεχνολογίας Tobii Eye Tracker, είναι σε θέση, παρά τα κινητικά προβλήματα και τη δυσκολία στην ομιλία, να αφηγείται τη μάχη της ή, πιο σωστά, τη ζωή της με τη νόσο Lyme, να αποδομεί κάθε «γιατί εγώ;», αντιστρέφοντας το ερώτημα, στο βιβλίο της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι, με το βλέμμα της και μόνο.

«Πιστεύουμε πως όλα είναι τυχαία στη ζωή, συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με άλλους, κρίνουμε και παραπονιόμαστε. Αν συνειδητοποιήσουμε ότι, αν όχι στο 100%, πάντως στο μεγαλύτερο ποσοστό, εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε τη ζωή μας, με τις πεποιθήσεις και κατά συνέπεια τις αποφάσεις μας λεπτό προς λεπτό, όλα αλλάζουν».

Ναι, η Γεωργία Παπαζήση έγραψε ένα βιβλίο με τα μάτια κι αυτό ήταν κάτι που ονειρευόταν εδώ και αρκετά χρόνια, «και επιτέλους έγινε πραγματικότητα». Πριν από εκείνη την πρώτη αδυναμία στο χέρι, η Γεωργία ήταν ο εαυτός της, όπως τον ήξερε ως τότε: το κορίτσι που πάντα ένιωθε πιο «χαλασμένο» από τα άλλα, εκείνο που πέρασε έναν χρόνο στην Αμερική στα 19 του. Η νεαρή γυναίκα που σπούδασε μάρκετινγκ, αλλά κατέληξε να δουλεύει σε μια τράπεζα, να παρτάρει στο Faz («το ελληνικό Studio 54») και να ζει, όπως οι περισσότεροι ενήλικες, στον αυτόματο.

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Η σαφής διάγνωση άργησε μερικά χρόνια και μερικά συμπτώματα ακόμα (προβλήματα στη βάδιση και στην ισορροπία, και σιγά σιγά στην ομιλία), αλλά τελικά ήρθε για τη Γεωργία, που χρειάστηκε να κινήσει διαδικασίες μόνη της, να κάνει μίνι αναδρομές στο παρελθόν, να απορρίψει όσα νόμιζε ότι είχε επιλέξει και να μιλήσει με ασθενείς απ’ όλο τον κόσμο, για να είναι σίγουρη πως όντως νοσεί από Lyme.

Της ζητάω να περιγράψει τη νόσο για κάποιον που ίσως ακούει τον όρο για πρώτη φορά στη ζωή του. «Είναι μία από τις πιο συχνές νόσους που μεταδίδονται με τσιμπούρια και οφείλεται στο βακτήριο Borrelia burgdorferi. Εμφανίζεται με δύο μορφές, την οξεία και τη χρόνια νόσο. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από συμπτώματα γρίπης και αν δεν διαγνωστεί και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, τα βακτήρια μπορεί να εξαπλωθούν και να κρυφτούν σε διάφορα μέρη του σώματος.

Εβδομάδες, μήνες ή ακόμα και χρόνια μετά, όπως στη δική μου περίπτωση, μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα από τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, τους μυς και τις αρθρώσεις μέχρι την καρδιά και το κυκλοφορικό – αυτή είναι η χρόνια Lyme. Όταν φτάσουν σε αυτήν τη μορφή, συχνά διαγιγνώσκονται εσφαλμένα ως σκλήρυνση κατά πλάκας, ALS, διάφορες ψυχιατρικές ασθένειες κ.λπ., καθώς μιμούνται αυτά πολλών άλλων», εξηγεί.

Οι δικές τις επαναλαμβανόμενες λάθος διαγνώσεις άφησαν την υποκείμενη λοίμωξη ανεξέλεγκτη για καιρό, με αποτέλεσμα να της έχει προκαλέσει μια μορφή ALS, δηλαδή σταδιακή στέρηση της κίνησης και της ομιλίας.

Geo_papz: Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου! Χάρις σε αυτήν τη συσκευή μπορώ να χρησιμοποιώ το laptop μου μόνο με την κίνηση των ματιών! Λειτουργεί εκπληκτικά! Μέχρι να αποκατασταθεί η υγεία μου, μέχρι να γίνει το θαύμα, αυτός θα είναι ο καλύτερος βοηθός μου #tobii #tobiidynavox #inspiration.

«Πρόκειται για μια ειδική τεχνολογία που επιτρέπει τη χρήση του υπολογιστή, πληκτρολόγηση, κίνηση του κέρσορα κ.λπ. με το βλέμμα! “Eye gaze” λέγεται η τεχνολογία και είναι μια μικρή συσκευή, ένα τέλειο γκατζετάκι που τοποθετείται στο κάτω μέρος της οθόνης του υπολογιστή και διαβάζει την κίνηση των ματιών», απαντάει η Γεωργία όταν της ζητάω να μου εξηγήσει, σαν να μιλάει σε πεντάχρονο, τι σημαίνει «γράφω ένα βιβλίο με τα μάτια». «Είναι φανταστικό, αλήθεια! Έτσι έγραψα το βιβλίο, έτσι επικοινωνώ με τον έξω κόσμο, μαθαίνω ισπανικά, είμαι στα social media, τα πάντα όλα!».

Αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο είναι ένα απαραίτητο στοιχείο ζωής για εκείνη. Από τα πρώτα χρόνια της ασθένειάς της, τα πρώτα συμπτώματα, τα πρώτα ιατρικά φάουλ, τις ασάφειες, τα πρωτόκολλα και τις μη ξεκάθαρες διαγνώσεις, η Γεωργία, μοιραζόταν βήμα-βήμα όλο αυτό το ταξίδι, που αρχικά θεωρούσε μια περιπέτεια που θα κάνει τον κύκλο της και απλώς θα την αφήσει δυνατότερη, στο blog της αλλά και στα social media. Όποιος έχει μνήμες από το «ορθόδοξο ελληνικό Twitter» των πάρτι, των ευφυών αστείων, των παρεών και των αθώων συναντήσεων μεταξύ αγνώστων που κατέληγαν από φίλοι ως και σύζυγοι, θα θυμάται και τη Γεωργία.

Ένα κορίτσι που απλώς ήθελε να ξαναγίνει ο εαυτός του. Όχι ο δεδομένος, όχι ο αρκετά όμορφος ή αδύνατος, ο ταγμένος στα πρέπει και τις νόρμες των άλλων, ο εαυτός που θυσιάζεται για να επιβιώσει ικανοποιώντας. Όχι. Η Τζώρτζια ήθελε να ξαναγίνει η Τζώρτζια που ανέβαινε σκάλες τρέχοντας, χόρευε στο υπόγειο της τράπεζας στο διάλειμμά της, δεν χρειαζόταν βοήθεια για να φάει και φλέρταρε στα κλαμπ, εντυπωσιάζοντας με τις χορευτικές της κινήσεις.

«Πάντα ήμουν και παραμένω αρκετά εξωστρεφής και κοινωνική», μου λέει, εξηγώντας ποιο ένστικτο την οδήγησε στο να μοιράζεται σχεδόν ημερολογιακά την πορεία της υγείας της σε μια χώρα που μας έχει μάθει να κρυβόμαστε όταν δεν νιώθουμε σωματικά δυνατοί, με σκόρπια ψήγματα προκατάληψης ή ακόμα και ντροπής.

 

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

«Εκείνα τα χρόνια που ξεκίνησε η ασθένεια ήταν εφιαλτικά, δεν ήξερα τι μου ξημέρωνε, τα περιγράφω και στο βιβλίο… Το να γράφω στο blog και στο Facebook ήταν μια διέξοδος. Μετά γνώρισα και το Twitter, που ήταν στα high του τότε. Τι να σου πω, το μοίρασμα με βοήθησε σε όλα, όπως και οι άνθρωποι που ήρθαν στη ζωή μου. Με κάποιους δημιουργήθηκαν φιλίες ζωής. Τα ταξίδια, πολλές θεραπείες, συμβουλές, προτάσεις για θεραπεία, νέες πληροφορίες από άλλους που ήταν στην κατάστασή μου. Και πάρα πολλή στήριξη και αγάπη από γνωστούς και αγνώστους. Δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς θα είχα αντέξει μέχρι σήμερα χωρίς το μοίρασμα. Μου είναι αδιανόητο να μη μοιράζομαι, ειδικά απ’ όταν κατάλαβα ότι δεν βοηθάει μόνο εμένα αλλά και τους άλλους».

Η Γεωργία χρειάστηκε τη βοήθεια των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να δοκιμάσει μια θεραπεία στην Ινδία. Έκανε το πρώτο, απαραίτητο βήμα: τη ζήτησε. Και την πήρε. Και δεν ήταν αυτή η μοναδική φορά που το ελληνικό ίντερνετ στάθηκε στο πλευρό της, αποδεικνύοντας πως δεν είναι απλώς μια μάζα αποτελούμενη από πολεμοχαρή ρομπότ. Επίσης, αυτό δεν ήταν το μοναδικό παρορμητικό ταξίδι που έκανε, ελπίζοντας πως στην επιστροφή δεν θα χρειαζόταν ούτε συνοδό, ούτε αμαξίδιο, ούτε βοήθεια για να φάει ή να ικανοποιήσει τις βασικές της ανάγκες.

«Κοιτάζοντας πίσω, ώρες ώρες ειλικρινά απορώ με κάποιες επιλογές μου» παραδέχεται, κάνοντας μια αναδρομή σε εκείνες τις πτήσεις, τις διαμονές και τις θεραπείες σε κλινικές στην Ινδία και την Κίνα, το Μαϊάμι και το Αμβούργο. Δεν μετανιώνει όμως για καμία από τις επιλογές της «γιατί όλες μου έδωσαν κάτι». Επαναλαμβάνει κάτι που αναφέρει πάνω από μία φορά στο βιβλίο της και φαίνεται να έχει εμπεδώσει σε τέτοιο βαθμό που έχει μετατραπεί σε βασικό στοιχείο της συνολικής της αντίληψης τόσο για τη ζωή όσο και για την ανθρώπινη συμπεριφορά: «Ο καθένας μας κάνει το καλύτερο που μπορεί πάντα, βάσει του πού βρίσκεται συνειδησιακά μια δεδομένη στιγμή. Τότε, κάθε μου επιλογή μού έβγαζε νόημα. Τώρα έχει σβηστεί η οποιαδήποτε ταλαιπωρία και έχουν μείνει μόνο γνώση, εμπειρία, όμορφες αναμνήσεις και υπέροχοι φίλοι σε πολλά σημεία της γης!».

Προφανώς και εντόπισε διαφορές στον τρόπο που ασκείται η ιατρική επιστήμη στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κυρίως λόγω διαφορετικής κουλτούρας. «Παντού υπάρχουν καλοί και λιγότερο καλοί επαγγελματίες υγείας, υπέρ και κατά. Παλιότερα θεωρούσα ότι στο εξωτερικό είναι αιώνες μπροστά από εμάς, αλλά πλέον δεν είμαι τόσο απόλυτη. Γίνεται και εδώ πολύ καλή δουλειά, έχουμε εξαιρετικούς επαγγελματίες. Απλώς, σε κάποιες συγκεκριμένες σπάνιες ασθένειες δεν υπάρχει μεγάλη εμπειρία» τονίζει, περιγράφοντας κάτι που της έκανε τρομερή εντύπωση όσο έμεινε στην Ινδία για θεραπείες: «Εκεί απευθύνονται στους γιατρούς με το μικρό όνομα. Δηλαδή σαν να λέμε εδώ “τώρα έρχεται να σας εξετάσει η δόκτωρ Μαρία!”. Εντάξει, οι Ινδοί και οι Αμερικανοί θεωρούνται πιο χαρούμενοι και ανοιχτοί λαοί από τους Έλληνες. Σε γενικές γραμμές ισχύει, τουλάχιστον στη δική μου περιπέτεια έως τώρα».

Φεβρουάριος 2014. Όμως αποφάσισα να σταματήσω τα λεπτομερή updates εδώ στο μπλογκ. Δε μπορώ άλλο να γράφω, να ενθουσιαζόμαστε, να περιμένουμε και να μη γίνεται τίποτα. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα να επενδύω συναισθηματικά σε θεραπείες και μετά να απογοητεύομαι. Βαρέθηκα να περιμένω κάτι. Είναι ψυχοφθόρο κυρίως όταν τα διαβάζω μετά από καιρό. Δεν τα παρατάω. Απλά αφήνομαι. Ό,τι γίνει ας γίνει. Δεν τα παρατάω και βασικά δε συμβιβάζομαι με την αρρώστια. Αφού δε νιώθω άρρωστη μέσα μου, πώς να συμβιβαστώ; Ναι, σχεδόν 7 χρόνια μετά, αρνούμαι την κωλοαρρώστια. Lyme; ALS; Ό,τι σκατά είναι, όπως σκατά και να λέγεται, την αρνούμαι. Βαθιά μέσα μου ξέρω. Ξέρω τι είναι, γιατί, πώς, πότε το έπαθα, πώς θα φύγει. Όμως, αν συμβιβαστώ, ξέρω ότι αμέσως μετά θα πεθάνω. Έχω τόση εσωτερική δύναμη που δε μπορεί, κάποια στιγμή θα ξεχειλίσει και προς τα έξω. Αλλά αυτό χρειάζεται ηρεμία. Και χρόνο. 

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Οι 170 και κάτι σελίδες του Γιατί όχι εγώ; δεν είναι μια σπουδή στο πώς να αφήνεσαι εξουθενωμένος σε μια μοιρολατρική παθητικότητα. Η Γεωργία έψαχνε, ταξίδευε, επικοινωνούσε με άτομα που νοσούσαν επίσης, μάθαινε νέα για θεραπείες που μπορεί «να κάνουν το θαύμα», επέβαλλε με έναν τρόπο στον εαυτό της ένα τάξιμο στην αισιοδοξία. Μέχρι που κουράστηκε. Κουράστηκε στ’ αλήθεια, πάντα, όμως, επιμένοντας να μην αυτοθυματοποιείται. Σε αυτές τις σελίδες διαβάζει κανείς όλες τις πτυχές μιας ζωής σε μετάβαση, ένα στάδιο που κράτησε πολύ.

Μια ρευστή μετάνοια για όλες τις ματαιώσεις που επιβάλλουμε στους εαυτούς μας, τις προφητείες που βλέπουμε να αυτοεκπληρώνονται σχεδόν ευλαβικά, τις κλισέ απορρίψεις μας σε οτιδήποτε θεωρούμε δεδομένο, τετριμμένο, τόσο οικείο και τόσο κοντά στα μάτια μας που σχεδόν σταματάμε πια να το βλέπουμε. Σαν να μην είναι εκεί, σαν να μετατρέπεται σε κάτι διάφανο, αόρατο και πολύτιμο μόνο όταν αρχίζει να μας εγκαταλείπει.

«Πιστεύουμε πως όλα είναι τυχαία στη ζωή, συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με άλλους, κρίνουμε και παραπονιόμαστε. Αν συνειδητοποιήσουμε ότι, αν όχι στο 100%, πάντως στο μεγαλύτερο ποσοστό, εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε τη ζωή μας, με τις πεποιθήσεις και κατά συνέπεια τις αποφάσεις μας λεπτό προς λεπτό, όλα αλλάζουν. Αναλαμβάνουμε την ευθύνη και γινόμαστε πιο ευέλικτοι στη σκέψη και στην πράξη. Το “δεν μπορώ” γίνεται “και αν μπορώ;”, το “είναι δύσκολο”, “και αν είναι εύκολο;”, και κατανοούμε ότι δεν υπάρχει μόνο “γιατί εγώ;” αλλά και το “γιατί όχι εγώ;” σε όλα! Προσωπικά, το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, μια ενδιαφέρουσα σκέψη που μου δίνει δύναμη», τονίζει.

Αυτή η αντιστροφή των περιοριστικών πεποιθήσεων, μέσω των οποίων ο εγκέφαλός μας προσπαθεί να μας προστατεύσει από το ενδεχόμενο μιας απογοήτευσης, παίζοντας τον ρόλο της πιο τοξικής «μαμάς» που θα γνωρίσουμε ποτέ στη ζωή μας, είναι εγγενές κομμάτι του διαλογισμού. Η Γεωργία μπήκε σε αυτό το σύμπαν, το συχνά υποτιμημένο, της αυτοβελτίωσης. Όχι, δεν χρειάστηκε να γκρεμίσει κανένα δυσθεώρητο εσωτερικό οχυρό δυσπιστίας ούτε να παλέψει για καμιά δύσκολη απαγκίστρωση από τον βαθιά φοβικό κυνισμό της τετράγωνης λογικής.

«Με τραβούσαν όλα αυτά», λέει, «έψαχνα απαντήσεις και ήθελα να μάθω, να γνωρίσω εναλλακτικούς τρόπους σκέψεις και ζωής, γενικότερα να εξελίσσομαι. Ειδικά, όμως, με την ασθένεια, έγινε έντονη ανάγκη, οπότε μου δόθηκε η ευκαιρία (και ο χρόνος) να αφεθώ περισσότερο. Φαντάζομαι πως είναι και μια άμυνα. Όταν σώμα δεν μπορεί, αναλαμβάνει δράση το πνεύμα και βρίσκει τα κατάλληλα για τον καθένα εργαλεία που θα βοηθήσουν».

«Επιλέγω να γράψω μια νέα ιστορία,
να επανεκτιμήσω τον εαυτό μου,
να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου.
Επιλέγω να μη νιώθω πλέον μικρή ή κολλημένη ή ανίκανη να κινηθώ
ή να δημιουργήσω αλλαγές στη ζωή μου
να μην εξαρτώμαι πλέον από εξωτερικά γεγονότα ή συνθήκες.
Επιλέγω να αισθάνομαι μεγάλη, ελεύθερη, ικανή, αποτελεσματική,
ολοκληρωμένη και σίγουρη.
Επιλέγω να είμαι άνευ όρων εντάξει».

Τη ρωτάω ποιος πιστεύει πως χρειάζεται το βιβλίο της, που τελειώνει με έναν τρισέλιδο διαλογισμό της dr Melissa Sell, περισσότερο από τον καθένα ή τουλάχιστον περισσότερο απ’ όσο νομίζει.

Τη φαντάζομαι να απαντά με τα μάτια, στέλνοντας τον κέρσορα στο σωστό πλήκτρο, σαν μαέστρος μιας συνείδησης που έρχεται από το μέλλον: «Πιστεύω πως όλοι μπορούν να πάρουν κάτι από οποιοδήποτε βιβλίο, αν είναι κάτι που χρειάζονται, θα τους τραβήξει το ενδιαφέρον και θα το πάρουν. Το Γιατί όχι εγώ; ευελπιστώ να το διαβάσουν νεαρές γυναίκες, που όπως εγώ, αισθάνονταν όχι αρκετά όμορφες, ικανές, άξιες, έξυπνες, ταλαντούχες, αγαπητές, δυνατές. Να ελευθερωθούν από περιοριστικές πεποιθήσεις, να ξεφύγουν από τους φόβους και τις ανασφάλειες, ώστε να ζήσουν μια όμορφη ζωή με υγεία και άφθονη αγάπη. Έχουμε όλοι μέσα μας μια απίστευτη και ανεξάντλητη δύναμη που συνήθως δεν γνωρίζουμε. Υπάρχει όμως. Σας το υπόσχομαι».

«Τα μάτια μου είναι πάντα στραμμένα στο έπαθλο.
Είμαι σίγουρη ότι το έπαθλο είναι ήδη δικό μου.
Διασκεδάζω με τη διαδικασία της επέκτασης.
Χαίρομαι που ξέρω πώς τελειώνει αυτή η ιστορία.
Ξέρω ότι μπορώ να μεταμορφώσω κάθε εμπειρία προς το μέγιστο καλό μου.
Νιώθω τόσο δυνατή.
Νιώθω τόσο σίγουρη.
Και νιώθω τόσο ελεύθερη».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Στην ηλεκτρονική του έκδοση μπορείτε να δείτε το πρωτότυπο ΕΔΩ!

Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Cookie Banner Συναίνεσης από το Real Cookie Banner